φιλωρείτης

φιλωρείτης
φῐλ-ωρείτης, ου, [dialect] Dor. [suff] φῐλ-τας, , ([etym.] ὄρος)
A a lover of mountains,

Πάν AP6.96

(Eryc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλωρείτης — ου, και δωρ. τ. φιλωρείτας, ὁ, Α αυτός που αγαπά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ωρεί της (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. ἀκρ ωρείτης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη μορφή ωρείτης τού β συνθετικού βλ. και λ. όρος (II)] …   Dictionary of Greek

  • φιλωρείτᾳ — φιλωρείτᾱͅ , φιλωρείτης a lover of mountains masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”